- μίσχος
- Πεδινός οικισμός (υψόμ. 85 μ., 724 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σώστου.
* * *ο (Α μίσχος και μίσκος)το λεπτό στέλεχος με το οποίο συνδέεται το φύλλο και ο καρπός με τον βλαστό τού φυτούνεοελλ.1. βιολ. λεπτό στέλεχος που συνδέει ένα μικρό επάκριο όργανο ζώου ή φυτού με το κυρίως σώμα2. ανατ. στενή ανατομική δομή που χρησιμεύει για την υποστήριξη ενός οργάνου3. ζωολ. σαρκώδης προέκταση ενός κοιλιακού σωματικού τοιχώματος τών βραχιονοπόδων η οποία συγκρατεί το ζώο στον βυθό τής θάλασσαςαρχ.1. (στον τ. μίσκος) κέλυφος, λοβός, φλοιός2. (στη Θεσσαλία) είδος σκαπάνης («Θεσσαλοὶ δ' ἰσχυρότερον ἔτι δικέλλης ὄργανον ἔχουσιν, ὃ καλοῡσι μίσχον...», Θεόφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση με τη γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχ. «μίσκαιοςκῆπος» και με λιθουαν. miškas «δάσος» προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Σύμφωνα με άλλη άποψη, ελάχιστα πιθανή, ο τ. μίσχος προέρχεται από αμάρτυρο τ. *μιχ-σκ-ος (πρβλ. μάσκη < *μάκ-σκη)].
Dictionary of Greek. 2013.